Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

 

Πρωτοχρονιά τον Ιούνιο

  «ΕΓΩ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΙΟΥΝΙΟ.» Έχει γυρίσει όλο το κλαμπ και με κοιτάζει. Η φράση κανονικά απευθύνεται μόνο σε σένα, που με έχεις ρωτήσει ήδη τέσσερις φορές « μα γιατί δεν έρχεσαι αύριο να αλλάξουμε μαζί τον χρόνο; » αλλά συμπίπτει με εκείνη την άβολη στιγμή που ο dj αποφασίζει να σταματήσει την μουσική, για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τη γελοιότητα που ακούγεται από τα  ηχεία. Με κοιτάζουν όλοι απορημένοι. Άλλη μια κουνημένη γκόμενα που την έχει δει εναλλακτικιά, θα σκέφτονται. Εσύ με πιάνεις απαλά απ΄το χέρι και με οδηγείς έξω. Ο κρύος αέρας του Δεκέμβρη μου ρίχνει δυο γερά χαστούκια στο πρόσωπο, σαν να θέλει να με συνεφέρει. Χωρίς να ρωτήσεις αν κρυώνω, περνάς το παλτό σου γύρω απ΄τους ώμους μου.

 «Για επανάλαβε, σε παρακαλώ.»

Και ωραίος γκόμενος και δεν βάζει αύξηση στην προστακτική, σκέφτομαι. Μήπως να δεχτώ; Παρόλα αυτά μια φωνή που μοιάζει με την δική μου, σου λέει :

« Εγώ την πρωτοχρονιά την γιορτάζω Ιούνιο. Συγκεκριμένα στις δεκατρείς.»

«Μάλιστα. Άρα καλά άκουσα.»

« Και εσύ και το μισό μαγαζί.», σου απαντάω χαμογελώντας.

«Θες να μας πεις το γιατί; Βασικά ας’ τους αυτούς. Μόνο σε μένα πες. Σε παρακαλώ.» Κάθεσαι δίπλα με ένα παιδικό χαμόγελο ανυπομονησίας, λες και σου έταξα ότι θα σου πάρω παιχνίδι ή παγωτό. Σε χαζεύω λίγο και  σκέφτομαι πως ίσως ήρθε πια  ο καιρός να

« Έχω παραγγείλει μια ιστορία, δεσποινίς!! Με σκουντάς στον ώμο διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Θα μου πεις τι είναι στις δεκατρείς του Ιούνη;»

  Εντάξει, εντάξει, θα σου πω. Μπορεί να είναι και για καλό. Δικό μου, δικό σου, της ιστορίας… δεν ξέρω. Στις δεκατρείς του Ιούνη είναι τα γενέθλιά της. Μέχρι να την γνωρίσω, ξέρεις πώς με φωνάζανε; Άπιστο Θωμά. Είχα μια ερώτηση για κάθε απάντηση, μια απόδειξη για κάθε θεωρία. Τους έβλεπα να ανάβουνε κεριά, να προσεύχονται και τους λυπόμουνα. Τους έβλεπα να ερωτεύονται και γελούσα. Ανθρωπάκια έλεγα. Αδύναμα, ανήμπορα, απελπισμένα.  Μέχρι που την συνάντησα. Ήταν αρχές καλοκαιριού, μόλις είχαμε τελειώσει την εξεταστική και με είχε σύρει η κολλητή στο beach party που έκανε μια φίλη της, για τα γενέθλια της. Αφού δοκίμασα κάθε πιθανή δικαιολογία για να την σκαπουλάρω, από έκτακτη υποχρέωση μέχρι σπάνια μεταδοτική ασθένεια και αφού όλες έπεσαν στη θάλασσα σαν βοτσαλάκια, φόρεσα ένα μαύρο φόρεμα και στις δέκα ακριβώς πέρασα την είσοδο γνωστού παραλιακού μαγαζιού της Βουλιαγμένης.

« Αν τολμήσεις και με τραβήξεις με το ζόρι να χορέψω, βουλιαγμένη θα βρουν εσένα, λέω μέσα από τα δόντια μου στην κολλητή.»

« Καλά, πήγαινε για την ώρα να πεις ένα χρόνια πολλά στην κοπέλα και με πνίγεις μετά. Είναι αυτή εκεί που χορεύει εκεί κάτω μόνη της. Και βγάλε πια αυτά τα πατομπούκαλα, δεν σου ‘πα να βάλεις τους φακούς σου; » μου λέει και πριν προλάβω να αντιδράσω μου τραβάει τα γυαλιά και τα βάζει στην τσάντα της.

  Στα ρηχά έχει στηθεί μια πλωτή εξέδρα για χορό, την οποία φυσικά οι τέσσερις βαθμοί μυωπίας μου, με εμποδίζουν να διακρίνω. Αυτό που βλέπω, είναι μια φιγούρα με κατάξανθα μακριά μαλλιά και λευκό φόρεμα να χορεύει επάνω στο νερό. Εξελιγμένη θεότητα σκέφτομαι, ο άλλος ο φουκαράς απλώς περπάτησε. Μέχρι να πλησιάσω, έχει βγει απ την θάλασσα και κάθεται στην άμμο. Στέκομαι όρθια από πάνω της, αντιλαμβάνεται την παρουσία μου , σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει. Τριάντα χρόνια αθεΐας πάνε περίπατο. Το βλέμμα της είναι τόσο έντονο, που τα πόδια μου λυγίζουν μόνα τους και άθελά μου γονατίζω δίπλα της. Συνειδητοποιώ ότι πρέπει να πω κάτι, αλλά απ’ το σάστισμα ξεπετάγεται η λάθος ευχή και ακούω τον εαυτό μου να της λέει :

« Καλή χρονιά!».

Γελάει σιγανά και ύστερα μου χαμογελάει. Σπάνε ταυτόχρονα όλα τα ενυδρεία του κόσμου και τα χρυσόψαρα επιστρέφουν στον βυθό.

«Από πότε γιορτάζουμε Ιούνιο την Πρωτοχρονιά;» με ρωτάει.

« Από σήμερα.» της απαντώ.

  Καθίσαμε εκεί ένα βράδυ, μπορεί και χίλια. Δεν ρώτησα ποτέ για τις πληγές στο σώμα της. Τις έπλενε κάθε μέρα στην θάλασσα και μετά ερχόταν σε μένα για να γλείψω το αλάτι. Κάθε Ιούνιο άναβα το κερί στην τούρτα της, με τέτοια ευλάβεια που και ο πιο ευσεβής πιστός θα ζήλευε και εκείνη αντί να κάνει ευχή, μετρούσε αντίστροφα,  έσβηνε το κερί της και ξεκινούσε η χρονιά μας.

 Έχω να αλλάξω χρόνο από εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι που προχώρησε αποφασιστικά, μέσα βαθιά στην θάλασσα και δεν ξανά γύρισε. Προσποιήθηκα πως έγινα πάλι άπιστη για να την προκαλέσω, φόρεσα ξανά τα γυαλιά μου για να διακρίνω τις λεπτομέρειες , να είμαι καχύποπτη, να εξετάζω, να αμφισβητώ. Έβγαλα την φωτογραφία της από το εικονοστάσι, και έβαλα στην θέση της ανόητες σέλφι. Φέτος είπα να κάνω την κίνηση ματ, να έρθω σπίτι σου και να αλλάξω χρονιά μαζί με εσάς τους υπόλοιπους, αλλά τελευταία στιγμή δεν κρατήθηκα, κοίταξα κάπου μακριά, σε μιαν αόρατη θάλασσα και σαν προσευχή, είπα:

Εγώ την Πρωτοχρονιά την γιορτάζω Ιούνιο.