Κυριακή

Πρωτοχρονιά τον Ιούνιο

  «ΕΓΩ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΙΟΥΝΙΟ.» Έχει γυρίσει όλο το κλαμπ και με κοιτάζει. Η φράση κανονικά απευθύνεται μόνο σε σένα, που με έχεις ρωτήσει ήδη τέσσερις φορές « μα γιατί δεν έρχεσαι αύριο να αλλάξουμε μαζί τον χρόνο; » αλλά συμπίπτει με εκείνη την άβολη στιγμή που ο dj αποφασίζει να σταματήσει την μουσική, για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τη γελοιότητα που ακούγεται από τα  ηχεία. Με κοιτάζουν όλοι απορημένοι. Άλλη μια κουνημένη γκόμενα που την έχει δει εναλλακτικιά, θα σκέφτονται. Εσύ με πιάνεις απαλά απ΄το χέρι και με οδηγείς έξω. Ο κρύος αέρας του Δεκέμβρη μου ρίχνει δυο γερά χαστούκια στο πρόσωπο, σαν να θέλει να με συνεφέρει. Χωρίς να ρωτήσεις αν κρυώνω, περνάς το παλτό σου γύρω απ΄τους ώμους μου.

 -Για επανάλαβε, σε παρακαλώ.

Και ωραίος γκόμενος και δεν βάζει αύξηση στην προστακτική, σκέφτομαι. Μήπως να δεχτώ; Παρόλα αυτά μια φωνή που μοιάζει με την δική μου, σου λέει

- Εγώ την πρωτοχρονιά την γιορτάζω Ιούνιο. Συγκεκριμένα στις δεκατρείς.

-Μάλιστα. Άρα καλά άκουσα.

- Και εσύ και το μισό μαγαζί.

-Θες να μας πεις το γιατί; Βασικά ας’ τους αυτούς. Μόνο σε μένα πες. Σε παρακαλώ.

 Κάθεσαι δίπλα με ένα παιδικό χαμόγελο ανυπομονησίας, λες και σου έταξα ότι θα σου πάρω παιχνίδι ή παγωτό. Σε χαζεύω λίγο και  σκέφτομαι πως ίσως ήρθε πια  ο καιρός να..

- Έχω παραγγείλει μια ιστορία, δεσποινίς!! Με σκουντάς στον ώμο διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Θα μου πεις τι είναι στις δεκατρείς του Ιούνη;

 -Εντάξει, εντάξει, θα σου πω. Μπορεί να είναι και για καλό. Δικό μου, δικό σου, της ιστορίας… δεν ξέρω. Στις δεκατρείς του Ιούνη είναι τα γενέθλιά της. Μέχρι να την γνωρίσω, ξέρεις πώς με φωνάζανε; Άπιστο Θωμά. Είχα μια ερώτηση έτοιμη για κάθε απάντηση. Τους έβλεπα να ανάβουνε κεριά, να προσεύχονται γονυπετείς  και τους λυπόμουνα. Τους έβλεπα να ερωτεύονται, να ξαναπέφτουν στα γόνατα  και γελούσα. Ανθρωπάκια έλεγα. Αδύναμα, ανήμπορα, απελπισμένα – μια αξιολύπητη, κοντή εκδοχή του εαυτού τους.  Μέχρι που την συνάντησα. Ήταν αρχές καλοκαιριού, μόλις είχαμε τελειώσει την εξεταστική και με είχε σύρει η κολλητή στο beach party που έκανε μια φίλη της, για τα γενέθλια της. Αφού δοκίμασα κάθε πιθανή δικαιολογία για να την σκαπουλάρω, από έκτακτη υποχρέωση μέχρι σπάνια μεταδοτική ασθένεια και αφού όλες έπεσαν στη θάλασσα σαν βοτσαλάκια, φόρεσα ένα μαύρο φόρεμα και στις δέκα ακριβώς πέρασα την είσοδο γνωστού παραλιακού μαγαζιού της Βουλιαγμένης.

-Αν τολμήσεις και με τραβήξεις με το ζόρι να χορέψω, βουλιαγμένη θα βρουν εσένα, λέω μέσα από τα δόντια μου στην κολλητή.

-Καλά, πήγαινε για την ώρα να πεις ένα χρόνια πολλά στην κοπέλα και με πνίγεις μετά. Είναι αυτή που χορεύει εκεί κάτω μόνη της. Και βγάλε πια αυτά τα πατομπούκαλα, δεν σου ‘πα να βάλεις τους φακούς σου; μου λέει και πριν προλάβω να αντιδράσω μου τραβάει τα γυαλιά και τα βάζει στην τσάντα της.

  Στα ρηχά έχει στηθεί μια πλωτή εξέδρα για χορό, την οποία φυσικά οι τέσσερις βαθμοί μυωπίας μου, με εμποδίζουν να διακρίνω. Αυτό που βλέπω, είναι μια φιγούρα με κατάξανθα μακριά μαλλιά και λευκό φόρεμα να χορεύει επάνω στο νερό. Εξελιγμένη θεότητα σκέφτομαι, ο άλλος ο φουκαράς απλώς περπάτησε. Μέχρι να πλησιάσω, εκείνη έχει βγει απ την θάλασσα και κάθεται στην άμμο. Στέκομαι όρθια από πάνω της, αντιλαμβάνεται την παρουσία μου , σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει κατάματα. Είκοσι χρόνια αθεΐας πάνε περίπατο. Το βλέμμα της είναι τόσο έντονο, που τα πόδια μου λυγίζουν μόνα τους και άθελά μου γονατίζω δίπλα της. Συνειδητοποιώ ότι πρέπει να πω κάτι, αλλά απ’ το σάστισμα ξεπετάγεται η λάθος ευχή και ακούω τον εαυτό μου να της λέει :

-Καλή χρονιά!.

Γελάει σιγανά και ύστερα μου χαμογελάει. Σπάνε ταυτόχρονα όλα τα ενυδρεία του κόσμου και τα χρυσόψαρα επιστρέφουν στον βυθό.

-Από πότε γιορτάζουμε Ιούνιο την Πρωτοχρονιά;

- Από σήμερα.

  Καθίσαμε στη μικρή μας παραλία ένα βράδυ, μπορεί και χίλια. Δεν ρώτησα ποτέ για τις πληγές στο σώμα της. Τις ξέπλενε κάθε μέρα στην θάλασσα και μετά ερχόταν σε μένα δακρυσμένη για να γλείψω το αλάτι. Κάθε Ιούνιο άναβα το κερί στην τούρτα της, με τέτοια ευλάβεια που και ο πιο ευσεβής πιστός θα ζήλευε και εκείνη αντί να κάνει ευχή, μετρούσε αντίστροφα,  έσβηνε το κερί της και ξεκινούσε η χρονιά μας.

 Έχω να αλλάξω χρόνο από εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι που προχώρησε αποφασιστικά, μέσα βαθιά στην θάλασσα και δεν ξανά γύρισε. Προσποιήθηκα πως έγινα πάλι άπιστη για να την προκαλέσω, φόρεσα ξανά τα γυαλιά μου για να διακρίνω τις λεπτομέρειες , να είμαι καχύποπτη, να εξετάζω, να αμφισβητώ. Έβγαλα την φωτογραφία της από το εικονοστάσι, και έβαλα στην θέση της ανόητες σέλφι. Φέτος είπα να κάνω την κίνηση ματ, να έρθω σπίτι σου και να αλλάξω χρονιά μαζί με εσάς τους υπόλοιπους, αλλά τελευταία στιγμή δεν κρατήθηκα, κοίταξα κάπου μακριά, σε μιαν αόρατη θάλασσα και σαν προσευχή, είπα:

Εγώ την Πρωτοχρονιά την γιορτάζω Ιούνιο.

 

 

 


 

Ένα πολύ αληθινό ψέμα

Μπαίνει στο δωμάτιο που έχει αφήσει τα κανονικά του ρούχα. Διπλώνει προσεκτικά την μαύρη μπέρτα, βγάζει το καπέλο και ξεβάφει το μουστάκι του. Στο παπούτσι του έχει κολλήσει ένας μπαλαντέρ όπου και θα παραμείνει για αρκετή ώρα. Ανοίγει το μαύρο του σακίδιο, βγάζει από μέσα το φλασκί και ετοιμάζεται επιτέλους να πιει την πρώτη του γουλιά για σήμερα, όταν τον διακόπτει μια λεπτή φωνή.

 -Δεν μπορώ να το καταλάβω. Πώς κάνεις αυτό το κόλπο με τα μπουκάλια;

Γυρίζει και βλέπει έναν μικροσκοπικό Μπάτμαν να στέκεται στην πόρτα. Ρίχνει γρήγορα το φλασκί στην τσάντα, και του χαμογελάει βιαστικά.

- Μικρέ μου, ένας μάγος δεν αποκαλύπτει ποτέ τα μυστικά του. Σκοπός του είναι να σου φτιάξει ένα πολύ αληθινό ψέμα.

Ο μικρός έχει μπερδευτεί χειρότερα. Πριν προλάβει να κάνει την επόμενη ερώτηση, ο μάγος τον πιάνει απ’ το χέρι. 

-Για πάμε τώρα στο σαλόνι να βρούμε τους φίλους σου.

Ο επτάχρονος σούπερ ήρωας, πιστός στο καθήκον , είναι ο μόνος που έχει μείνει ξύπνιος. Το υπόλοιπο κοινό του, τρεις πειρατές , δυο πριγκίπισσες, ένας ινφλουένσερ και κάτι ανάμεσα σε Χελωνονιντζάκι και κολοκύθι, έχουν αποκοιμηθεί ο ένας πάνω στον άλλον. Αυτό σημαίνει ένα πράγμα : έκανε καλά τη δουλειά του. Οι γονείς θα τον ευχαριστήσουν, και θα σηκώσουν τα πιτσιρίκια αγκαλιά. Θα τα βάλουν στο αμάξι, έπειτα στο κρεβάτι τους και θα  συνεχίσουν το Σάββατό τους, ίσως σε κάποιο άλλο πάρτι μασκέ, μεταμεσονύχτιο αυτή την φορά.

  Όσο οδηγεί προς το κοντινότερο μπαρ, θυμάται τα μάτια των παιδιών να τον κοιτούν με απόλυτη αφοσίωση και θαυμασμό. Θυμάται τα χειροκροτήματα σε κάθε σωστή του μαντεψιά, το κοκκίνισμα στο πρόσωπο της μικρής πριγκίπισσας όταν της εμφάνισε ένα τριαντάφυλλο πίσω απ’ το αυτί της και το γάργαρο γέλιο του πιτσιρικά με την ακαθόριστη πράσινη στολή, όταν τον είπε Κολοκυθονιντζάκι. Θυμάται το κορίτσι που είχε ντυθεί μονόκερος και του ζήτησε να την πάρει στους ώμους για να φτάσει το ουράνιο τόξο.

- Πώς σας λένε καλέ μου Μονόκερε;

- Μαριλένα, του απαντάει η μικρή και του σκάει ένα πλατύ χαμόγελο.

Καθώς την ανεβάζει στους ώμους και της λέει να ψάξει καλά καλά τον ουρανό, θυμάται μίαν άλλη Μαριλένα, με τα ίδια ξανθά μαλλιά και τα ίδια πονηρά μελί μάτια. Έχει να την δει ακριβώς έναν χρόνο. Την τελευταία φορά τα έκανε σκατά, εντελώς σκατά. Δεν θυμόταν ότι έπρεπε να την κρατήσει, και όταν είδε το μήνυμα ότι έφταναν, ήταν ήδη πολύ αργά. Είχε αρχίσει να πίνει απ’ το μεσημέρι και είχε γίνει λιώμα. Άνοιξε όπως όπως την πόρτα, έσκυψε μπροστά στην μικρή και άνοιξε τα χέρια του περιμένοντας.

- Γιατί δεν με κάνεις μια αγκαλιά, δεν μ’ αγαπάς;

- Μπαμπά σ’ αγαπάω, αλλά βρωμάς.

Αυτό ήταν. Είδε στα μάτια της μικρής κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αποστροφή. Από τους άλλους το είχε συνηθίσει αλλά απ’ αυτήν δεν ήθελε.  Έσκυψε το κεφάλι, μπήκε στο σπίτι και άφησε την μικρή έξω. Την βρήκε η μάνα της μετά από τρεις ώρες να τρέμει από το κρύο και τα κλάματα. Την έβαλε στο αμάξι και γύρισε φουριόζα πίσω. Είσαι τόσο τύφλα που άφησες το παιδί απ’ έξω ρε γελοίε.

Την άλλη μέρα, τους έψαχνε στα τηλέφωνα, πήγε από κει, να ζητήσει συγγνώμη, να παρακαλέσει. Έφυγαν πρωί πρωί, για το αεροδρόμιο, του είπε απ’ την αυλή της η γειτόνισσα, με ένα ύφος σαν να του έλεγε : Και πολύ άργησαν… 

*

  Αυτά θυμάται και ανοίγει με δύναμη την πόρτα του μπαρ, κάθεται στο σκαμπό και παραγγέλνει. Είναι ώρα για το δικό του πάρτι. Πετάει ο μπάρμαν τα μπουκάλια στον αέρα, γεμίζει το ποτήρι του ξανά και ξανά και όλα αρχίζουν να γίνονται πιο ρευστά, να μεταμορφώνονται. Δεν θυμάται πια να τον πετάνε με τις κλωτσιές απ΄την εταιρία, αντιθέτως θυμάται να παίρνει εκείνη την προαγωγή και να βγάζει την μικρή με την μάνα της να τις κεράσει. Χορεύουν και πίνουν όλο το βράδυ. Γυρίζουν σπίτι, βάζει την μικρή για ύπνο και σκύβει να την φιλήσει. Εκείνη παίρνει μια αστεία φάτσα αηδίας και του λέει γελώντας, μπαμπά βρωμάς, αλλά σ’ αγαπάω.

Στο δεύτερο μπουκάλι κονιάκ όλα έχουν κουνηθεί και έχουν μπει επιτέλους στην σωστή τους θέση. Κοιτάζοντας τον μπάρμαν μέσα από τον πάτο του ποτηριού του, του λέει :

-Μα πώς διάολο το κάνεις αυτό το κόλπο με τα μπουκάλια;

- Ένας μάγος, κύριε, δεν αποκαλύπτει ποτέ τα μυστικά του. Σκοπός του είναι να σου φτιάξει ένα πολύ αληθινό ψέμα.