Ανθισμένο τέλος
Διάλεξες τον πιο πεινασμένο χειμώνα
και μ’ έριξες μπροστά στα νύχια του.
Όσο με γυρόφερνε γρυλίζοντας
ήρθες κρυφά και φύτεψες στη γλάστρα
ένα χαρτάκι τόσο δα τσαλακωμένο
το διάβαζα και αυτό γινότανε φυτό πελώριο
ανθίζανε οι λέξεις του οι κατακόκκινες
μοσχομυρίζαν οι τελείες και τα κόμματα
ήρθε η άνοιξη, σκέφτηκα
να με γλυτώσει
μα απ’ την άνοιξη δεν γλύτωσε κανείς
είπες
καθώς έβλεπες τα φύλλα
του σαρκοβόρου σου φυτού
να με κατασπαράζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου