Καθεσαι στο γραφείο, ανάβεις το πορτατίφ και κοιτάζεις στο απέναντι σπίτι , το αγαπημένο σου παράθυρο.
Το δωμάτιο της κοπέλας είναι μισοφωτισμένο όπως πάντα, εκείνη περπατάει πάνω κάτω κρατώντας ένα χαρτί και φαίνεται σαν να λέει λόγια που τα προβάρει τώρα, για να ακουστούν όπως πρέπει, την στιγμή που πρέπει , μέχρι ο σκηνοθέτης να φωνάξει « εντάξει παιδιά το χούμε. αύριο πάλι.»
Σημειώνει επάνω στο χαρτί με ένα μικρό φαγωμένο μολύβι που ύστερα στερεώνει πίσω απ το αυτί της . Μουσική δεν μπορείς να ακούσεις αλλά είσαι σίγουρη ότι υπάρχει. Αν από ενα δωμάτιο της Αθήνας ακούγεται μουσική απόψε, αυτό είναι το δικό της. Είναι σίγουρα κάτι παλιό, μάλλον γαλλικό. Σε λίγο καταφθάνουν όλοι αυτοί οι γνωστοί , πολύ γοητευτικοί, πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι, που εσύ τους ξέρεις μόνο από την τηλεόραση και από το 7 καθέτως. Γεμίζουν το μικρό της δωμάτιο, κάθονται γύρω σε κύκλο και κάνουν κάτι που μοιάζει με πρόβα. Έχουν κάτι που πάντα ζηλευες στους ηθοποιούς, κάτι που ποτε δεν θα αποκτήσεις εσυ : άνεση.
Αισθάνονται τόσο άνετα στο σώμα τους που σου είναι ανυπόφορο, ξέρουν που να βάλουν τα χέρια τους, ξέρουν ποια τούφα πετάει και την διορθωθούν ή χαλάνε και την από δίπλα για να γίνουν πιο χαριτωμένοι.
Αναρωτιέσαι ποιο θεατρικό ανεβάζουν αυτήν την φορά, αν είναι κάποιο από τα κλασικά ή αν είναι αυτό το καινούργιο που γράφει η κοπέλα . Το ξέρεις ότι γράφει κάτι, είσαι σίγουρη. Ξέρεις καλά την χορογραφία κινήσεων που κάνει όταν προσπαθεί να σκεφτεί , δαγκώνει ελαφρώς το επάνω χείλος και όταν οι λέξεις δεν κάθονται ήσυχες και υπάκουες στο χαρτί , τότε ανακατωνει με μανία τα μαλλιά της ή στρίβει ένα τσιγάρο, ξεχνώντας πως μέσα στην μπορντώ καπνόθήκη της, περιμένουν την σειρά τους αλλά τρία. Καμία φορά μετα το τέλος της πρόβας, μένει μαζί της ένα μελαχρινό αγόρι με το πιο γλυκό βλέμμα που έχεις δει ποτε . Αυτός δεν είναι τόσο άνετος όσο οι άλλοι , γιατί αυτος είναι ερωτευμένος και αυτά τα δυο δεν πανε μαζί. Ξαπλώνει στο κρεβάτι της, και είτε την κοιτάζει, είτε (κάνει πως) διαβάζει κάποιο βιβλίο αλλά στην πραγματικότητα και τότε ακόμη την χαζεύει . Την κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο που την κοιτούσε εκείνο το ξανθό λαμπραντορ, σαν να έχει συντονιστεί όλη του η ύπαρξη με την δικη της .
Τον καταλαβαίνεις. Και την ζηλεύεις. Δεν ήσουν ποτε το κορίτσι που κάποιος θα καθίσει να χαζέψει, το γνωρίζεις , αλλά κάτι μικροκρεπεις στιγμές σου σαν αυτή, σε πειράζει. Ειδικά από κεινο το βράδυ, σε κοιτάζουν όλο και λιγότερο. Είναι σαν αυτό που έγινε τότε , να γράφτηκε στο πρόσωπο σου. Όπως εκείνο το βιβλίο που διάβαζες , με τον τύπο που ασχήμαινε το πορτρέτο του. Αυτός όμως είχε ευθύνη, εσυ έχεις απλώς κακή τύχη και κάμποσες μελανιές. Όχι στο δέρμα. Κατω από αυτό . Πιο βαθιές , πιο αόρατες και πιο απαιτητικές . Άμα γίνουνε πολλές θα συσπειρωθούνε, θα κάνουνε σωματεία κάτω από το σώμα σου , θα αρχίσουν να διαδηλώνουν κλείνοντας κεντρικές νευρικές οδούς , μέχρι να γίνεις ολόκληρη μια μελανια. Το λες στην μικρή και γελάει . Σου λέει να μην λυπάσαι, γιατί μελανιά , είναι ένα δέντρο που αντί για καρπους βγάζει μελάνι. Την ακούς την μικρή . Αυτή σε μεγάλωσε άλλωστε. Όλα καλά. Αύριο θα φορέσεις ξανά την μάσκα, που προσδίδει κύρος, είναι και λίγο μπλαζέ , θα βοηθήσει σίγουρα και το σακάκι με το γιλέκο από μέσα. Έχεις τελειοποιησει και αυτό το πλάτυ χαμόγελο , αλλά εσυ κάνεις και το κόλπο με τα γελαστά μάτια, δεν είσαι καμία χτεσινή. . Ολα καλά, κορίτσι μου .
Κανεις δεν θα καταλάβει.
Θα ακούσεις και πάλι τον σκηνοθέτη να λέει, εντάξει παιδιά, το χούμε .
Αύριο πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου